ιβιών

ιβιών
ἰβιών, -ῶνος, ὁ (Α) [ίβις]
μικρός ναός τού ιερού πτηνού ίβις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰβιών — chapel of the sacred ibis masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβιῶνος — ἰβιών chapel of the sacred ibis masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… …   Dictionary of Greek

  • πορθώτης — ὁ, Α ιερέας τού Θωθ στην Αίγυπτο, επόπτης τών ιερών ιβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwr Thwt «ο μεγάλος (ιερέας) τού Θωθ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”